λεύκωμα

λεύκωμα
Βλ. λ. πρωτεΐνη.
* * *
το (AM λεύκωμα)
1. το ασπράδι τού αβγού
2. ιατρ. μορφή κηλίδας λευκής πορσελανοειδούς όψης στον κερατοειδή τού ματιού, που προκαλείται από τραυματισμό ή εξέλκωση
νεοελλ.
1. τετράδιο, συνήθως πολυτελές, στο οποίο γράφονται ποιήματα, γνωμικά ή ερωτήσεις για τη φιλία, τον έρωτα και άλλα θέματα, στις οποίες απαντούν οι φίλοι τού κατόχου προς ανάμνηση και σε ένδειξη φιλίας
2. βιβλίο με αναμνηστικές εικόνες ενός τόπου ή ορισμένων ιστορικών προσώπων και γεγονότων («λεύκωμα τής παλιάς Αθήνας»)
3. ειδικό τετράδιο στο οποίο τοποθετούνται, ταξινομημένα, γραμματόσημα ή φωτογραφίες, κν. άλμπουμ
4. (βιοχ.) η πρωτεΐνη
αρχ.
1. πίνακας αλειμμένος με γύψο όπου αναγράφονταν οι πράξεις που προορίζονταν για δημοσίευση
2. ειδικός πίνακας στον οποίο οι Ρωμαίοι έγραφαν τα ονόματα τών συγκλητικών
3. λευκότητα, ασπράδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκῶ. Η λ. εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε πολλούς επιστημονικούς όρους (πρβλ. λευκωματοειδής) οι οποίοι αποδίδονται στην Ελληνική και ως μεταφορές ξεν. όρων
πρβλ. λευκωματίνη: ἀλβουμίνη < αγγλ. albumin < album- < λατ. albumen «ασπράδι τού αβγού».
ΠΑΡ. λευκωματώδης
αρχ.
λευκωματίζομαι
μσν.
λευκωματικός
νεοελλ.
λευκωματίνη, λευκωματόζη.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. λευκωματοειδής, λευκωματόμετρο, λευκωματοσκόπιο, λευκωματουρία, λευκωματούχος. (Β' συνθετικό) νεοελλ. γαλακτολεύκωμα, ωολεύκωμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λεύκωμα — tablet covered with gypsum neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεύκωμα — το, ατος 1. βιβλίο που περιέχει συλλογή φωτογραφιών, εικόνων κτλ., άλμπουμ: Αγόρασα ένα λεύκωμα με φωτογραφίες της πόλης. 2. τετράδιο όπου οι φίλοι του κατόχου γράφουν αφιερώσεις, ποιήματα, ιδέες κτλ. για ανάμνηση: Στην τάξη μου όλες οι μαθήτριες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λευκωμάτων — λεύκωμα tablet covered with gypsum neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκώμασι — λεύκωμα tablet covered with gypsum neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκώμασιν — λεύκωμα tablet covered with gypsum neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκώματα — λεύκωμα tablet covered with gypsum neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκώματι — λεύκωμα tablet covered with gypsum neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκώματος — λεύκωμα tablet covered with gypsum neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλμπουμ — το λεύκωμα, συλλογή απο αυτόγραφα, στίχους, γνώμες ή σκέψεις, φωτογραφίες, εικόνες κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ξενική που προέρχεται από το ουδ. του λατιν. επίθ. albus «λευκός». Το λατιν. ουσ. album ήταν αντίστοιχο της αρχ. ελλην. λ. λεύκωμα*. Κατά την… …   Dictionary of Greek

  • λευκωματίζομαι — (Α) [λεύκωμα] παθαίνω λεύκωμα στο μάτι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”